- πνευματούχος
- ον, Ναυτός που περιέχει οινόπνευμα, οινοπνευματούχος, αλκοολούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κων/πόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek